κλύμενον

κλύμενον
κλύμενον
honeysuckle
neut nom/voc/acc sg
κλύμενος
famous
masc acc sg
κλύμενος
famous
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Κλύμενον — Κλύμενος famous masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλυμένοιο — κλύμενον honeysuckle neut gen sg (epic) κλύμενος famous masc/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλυμένου — κλύμενον honeysuckle neut gen sg κλύμενος famous masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλυμένῳ — κλύμενον honeysuckle neut dat sg κλύμενος famous masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ηλιοφυές — ἡλιοφυές, το (Α) το φυτό κλύμενον, αιγόκλημα το τυρρηνικόν, αγιόκλημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο * + φυες, ουδ. τού φυης (< φυή ή φύος < φύομαι)] …   Dictionary of Greek

  • καλυκάνθεμον — καλυκάνθεμον, τὸ (Α) βοτ. 1. το φυτό κλύμενον 2. το φυτό περικλύμενον. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάλυξ, υκος + ἄνθεμον «ἄνθος»] …   Dictionary of Greek

  • κλύμενος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Ήταν βασιλιάς της Αρκαδίας και γιος του Τελέου. Ερωτεύτηκε την κόρη του, Αρπαλύκη, την οποία, αφού απέσπασε από τον σύζυγό της, έκανε μητέρα. Η Αρπαλύκη σκότωσε το παιδί που γέννησε και το παρέθεσε ως φαγητό στον… …   Dictionary of Greek

  • κλυμένοι' — κλυμένοιο , κλύμενον honeysuckle neut gen sg (epic) κλυμένοιο , κλύμενος famous masc/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”